- ἀρχιγραμματεύς
- ἀρχιγραμματεύςchief clerkmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
архиграмматевс — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} греч. ἀρχιγραμματεύς начальник книжников, председатель… … Словарь церковнославянского языка
αρχι- — (AM ἀρχι ). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων (κυρίως διοικητικών όρων) της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, καθώς επίσης και ξένων, ελληνογενούς ή μη προελεύσεως, τύπων. Το αρχι , το οποίο λίγο μετά την Ομηρική εποχή άρχισε να αντικαθιστά το… … Dictionary of Greek
αρχιγραμματέας — ο (AM ἀρχιγραμματεύς) ο πρώτος των γραμματέων … Dictionary of Greek
Άρμανσπεργκ, Γιόζεφ Λούντβιχ — (Josef Ludwig GrafArmansperg, 1787 – 1853).Βαυαρός πολιτικός, αντιβασιλιάς της Ελλάδας (1833 35). Ήταν το πρώτο μέλος και τιμητικός πρόεδρος της τριμελούς Αντιβασιλείας (Ά, Μάουρερ, Χάιντεκ) που όρισε o βασιλιάς της Βαυαρίας και πατέρας του Όθωνα … Dictionary of Greek
ἀρχιγραμματέα — ἀρχιγραμματέᾱ , ἀρχιγραμματεύς chief clerk masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)